ξεβγατίζω

ξεβγατίζω
οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα για να τόν αποχαιρετήσω ή ώς το μεταφορικό μέσο με το οποίο θα φύγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέβγα + κατάλ. -(τ)ίζω, κατά το σχήμα φευγάτοι —φευγατίζω και τα πολλά ρήματα σε -τίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”